συνεπιγενομένων

συνεπιγενομένων
σύν-ἐπιγίγνομαι
to be born after
aor part mid fem gen pl
σύν-ἐπιγίγνομαι
to be born after
aor part mid masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεπιγίγνομαι — Α 1. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον (α. «καὶ διαγωνιά σας μὴ συνεπιγενομένων τῶν περὶ τὸν Μάγωνα... πανταχόθεν αὐτὸν οἱ πολέμιοι περιστῶσιν», Πολ. β. «αἴτια κακῶν συνεπιγίγνεσθαι», Βέττ. Βάλ.) 2. (για πυρετό) ενσκήπτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”